καίσαρ

καίσαρ
I
Επώνυμο Ρωμαίων του Ιουλίου γένους.
1. Ιούλιος Κ. Βλ. λ. Καίσαρ, Γάιος Ιούλιος.
2. Σέξτος Ιούλιος (3ος αι. π.Χ.). Υπήρξε πραίτορας το 268 π.Χ. και διοικητής της Σικελίας το 267.
3. Λεύκιος Ιούλιος (1ος αι. π.Χ.). Έγινε ύπατος το 90 π.Χ. Στην αποστασία των Ιταλών συμμάχων των Ρωμαίων αρχικά ηττήθηκε, αργότερα όμως νίκησε στις Αχέρες. Πρότεινε τον Ιούλιον Νόμον, που προσέφερε ισοπολιτεία σε όλους τους συμμάχους που δεν είχαν αποστατήσει.
4. Γάιος Ιούλιος (2ος αι. π.Χ.). Ήταν παππούς του Ιούλιου Κ.
5. Γάιος Ιούλιος (2ος αι. π.Χ.). Υπήρξε γιος του προηγούμενου, πατέρας του Ιούλιου Κ. Χρημάτισε πραίτορας.
6. Γάιος (20 π.Χ. – 4 μ.Χ.). Ήταν γιος του Αγρίππα και της Ιουλίας, εγγονός του Αυγούστου από τη μητέρα του. Ο Αύγουστος τον υιοθέτησε, αλλά τραυματίστηκε θανάσιμα στην πολιορκία των Αρταγείρων.
7. Λεύκιος (17 π.Χ. – Μασσαλία 2 μ.Χ.). Υπήρξε αδελφός του προηγούμενου. Υιοθετήθηκε και αυτός από τον Αύγουστο, αλλά πέθανε σε νεαρή ηλικία.
II
Ονομασία μήνα των ελληνικών ημερολογίων της ρωμαιοκρατίας. Άρχιζε στις 23 Σεπτεμβρίου και είχε εισαχθεί στα μηνολόγια πολλών μικρασιατικών πόλεων. Στη Λαγίνη της Καρίας ήταν ο πρώτος μήνας του έτους και η πρώτη ημέρα του ονομαζόταν Πρώτη Σεβαστή.
* * *
και καίσαρας, ο (AM καῑσαρ, Μ και καίσαρας και καίσαρης και καίσαρος)
1. αυτοκράτορας
2. τίτλος αξιώματος στο Βυζάντιο
3. (ως κύριο ον.) Καῑσαρ
α) εώνυμο προσώπων που ανήκουν στο Ιούλιο γένος τής Ρώμης και ειδ. τού Ιουλίου Καίσαρος
β) τίτλος τού διαδόχου τού Ρωμαίου αυτοκράτορα
μσν.
αφεντικό
αρχ.
ονομασία μήνα στην επαρχία τής Ασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. caesar, για το οποίο υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Κατά τον Πλίνιο < caesus «τομή» < caedere «τέμνω, κόβω», επειδή ο Ιούλιος Καίσαρ γεννήθηκε όχι με φυσιολογικό τοκετό αλλά με χειρουργική επέμβαση. Κατ' άλλη άποψη < caesaries «κόμη», επειδή ο Ιούλιος Καίσαρ γεννήθηκε με πυκνό μαλλί. Κατ' άλλους < caesius ή caeruleus «μελαχρινός», λόγω τού χρώματος τού δέρματος τού Ιουλίου Καίσαρος. Τέλος, δεν αποκλείεται και η ετρουσκική προέλευση τού ονόματος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Καῖσαρ — elephant masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καίσαρ' — Καίσαρα , Καῖσαρ elephant masc acc sg Καίσαρι , Καῖσαρ elephant masc dat sg Καίσαρε , Καῖσαρ elephant masc nom/voc/acc dual Καίσαρα , Καισάρης masc voc sg Καίσαρα , Καισάρης masc nom sg (epic) Καίσαραι , Καισάρης masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καίσαρ, Γάιος Ιούλιος — (Gaius Julius Caesar, Ρώμη 100 – 44 π.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός, πολιτικός, συγγραφέας και δικτάτορας της Ρώμης. Καταγόταν από το Ιούλιο γένος. Από τον θείο του, Μάριο, προσηλυτίστηκε στο πολιτικό στρατόπεδο των πληβείων. Η τοποθέτησή του στο πλευρό …   Dictionary of Greek

  • Αύγουστος, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός — (Gaius Julius Caesar Octavianus Augustus, Ρώμη 63 π.Χ. – Νόλα 14 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Ήταν γιος του Γάιου Οκτάβιου και της Αττίας, ανιψιάς του Καίσαρα, ο οποίος τον υιοθέτησε (45 π.Χ.) και τον όρισε με διαθήκη κληρονόμο του. Όταν πέθανε ο …   Dictionary of Greek

  • Ιούλιος Καίσαρ — Βλ. λ. Καίσαρ, Γάιος Ιούλιος …   Dictionary of Greek

  • Γερμανικός, Ιούλιος Καίσαρ — (Julius Caesar Germanicus, 15 π.Χ. – Αντιόχεια 19 μ.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός. Γιος του Νέρωνα Κλαύδιου Δρούσου, αδελφού του Τιβέριου, μετά τον θάνατο του πατέρα του (4 π.Χ.) υιοθετήθηκε από τον θείο του Τιβέριο, τον οποίο συνόδευσε (7 μ.Χ.) στην… …   Dictionary of Greek

  • Εμμανουήλ, Καίσαρ — (1904 – 1970). Ποιητής και μεταφραστής. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η γνώση της γαλλικής, της αγγλικής και της ιταλικής γλώσσας τον βοήθησε να μελετήσει τα νέα καλλιτεχνικά ρεύματα της Ευρώπης. Αρχικά εργάστηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • Ζέζας, Καίσαρ — (Ζάκυνθος 1867 – 1928). Γιατρός και λόγιος. Άσκησε το λειτούργημα του γιατρού στην ιδιαίτερη πατρίδα του και το 1910 εξελέγη βουλευτής. Παράλληλα, ασχολήθηκε και με τα γράμματα και έγραψε το επικολυρικό ποίημα Το φάσματου Κάλβου, εμπνευσμένο από… …   Dictionary of Greek

  • Καλιγούλας, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Γερμανικός — (Gaius Julius Caesar Germanicus Caligula, Άντιο 12 μ.Χ. – Ρώμη 41 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (37 41 μ.Χ.). Γιος του Γερμανικού και της Αγριππίνας, ήταν ο τρίτος Ρωμαίος αυτοκράτορας μετά τον Αύγουστο και τον Τιβέριο. Το όνομα Κ. προέρχεται από… …   Dictionary of Greek

  • Νικηφόρος ο Καίσαρ — Γιος του βασιλιά του Βυζάντιου Κωνσταντίνου E’ (741 775) και αδελφός του Λέοντα Δ’ (775 780), ο οποίος τον εξόρισε στη Χερσώνα με την κατηγορία ότι συνομωτούσε εναντίον του. Αφού ανακλήθηκε μετά από λίγο από την εξορία του, ο Ν. έμεινε στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”